συλβίνης

συλβίνης
και συλβίτης, ο, Ν
(ορυκτ.) χλωριούχο ορυκτό τού καλίου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών αλογονούχων ορυκτών και αποτελεί την κύρια πηγή απόληψης τού καλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sylvin < νεολατ. (sal digestivus) Sylvii «είδος χωνευτικού αλατιού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • συλβινίτης — Ορυκτό του καλίου (KCL). Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, συνήθως σε εξάεδρα. Μοιάζει πολύ με το αλάτι (NaCL), από το οποίο διακρίνεται από την πικρή γεύση του. Το χρώμα του, κανονικά άσπρο, μπορεί να γίνει κόκκινο ή γαλάζιο από την παρουσία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”