- συλβίνης
- και συλβίτης, ο, Ν(ορυκτ.) χλωριούχο ορυκτό τού καλίου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών αλογονούχων ορυκτών και αποτελεί την κύρια πηγή απόληψης τού καλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sylvin < νεολατ. (sal digestivus) Sylvii «είδος χωνευτικού αλατιού»].
Dictionary of Greek. 2013.